- κιείνησις
- κιείνησις, εως, ἡ, coined as etym. of κίνησις, Pl.Cra.426d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κιείνησιν — κιείνησις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)